στυφίζω

στυφίζω
δίνω ή έχω γεύση στυφή: Τα κυδώνια μού στύφισαν το στόμα. – Το κρασί αυτό στυφίζει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στυφίζω — Ν [στυφός] 1. προσδίδω σε κάτι στυφή γεύση 2. (αμτβ.) έχω στυφή γεύση …   Dictionary of Greek

  • παραστύφω — Α είμαι κάπως στυφός, στυφίζω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στύφω «είμαι στυφός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”